παντογνώστης

παντογνώστης
Δεκαπενθήμερο πολιτικό και νομολογικό περιοδικό, που είχε έδρα την Αθήνα (1921-28). Ιδρύθηκε από τον Γ.Ν. Ιωάννου.
* * *
ο, θηλ. παντογνώστρια
1. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, πάνσοφος
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Παντογνώστης
προσωνυμία τού Θεού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + γνώστης (πρβλ. αρχαιο-γνώστης). Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παντογνώστης, ο — παντογνώστης, ο, η, πληθ. ες, θηλ. παντογνώστρια αυτός που τα γνωρίζει όλα, πάνσοφος: Ο δάσκαλος δεν είναι παντογνώστης, αλλά σύμβουλος και βοηθός του μαθητή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γνώστης — ο (AM γνώστης) 1. αυτός που γνωρίζει καλά κάτι 2. έμπειρος, συνετός 3. προφήτης, μάντης αρχ. γνωστήρ, εγγυητής. [ΕΤΥΜΟΛ. < γιγνώσκω. ΠΑΡ. γνωστεύω, γνωστικός. ΣΥΝΘ. αναγνώστης, καρδιογνώστης, προγνώστης, φιλαναγνώστης αρχ. διαγνώστης,… …   Dictionary of Greek

  • πάνσοφος — η, ο / πάνσοφος, ον, Α και πάσσοφος, ον, ΝΜΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα παντογνώστης («πάσσοφος γὰρ μοι δοκεῑ ἀνήρ εἶναι καὶ θεῑος», Πλατ.) νεοελλ. (το αρσ. ως κύριο όν.) ο Πάνσοφος μία από τις προσωνυμίες τού Θεού. Επιρρ. πανσόφως και πάνσοφα… …   Dictionary of Greek

  • πανδαής — ές, Μ πολύ μορφωμένος, παντογνώστης, πάνσοφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμων — ον, ΝΑ αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης νεοελλ. κάτοχος πολλών επιστημών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἐπιστήμων] …   Dictionary of Greek

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • παντοδαής — ές, Α αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης. [ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο) * + δαής (< θ. δαη , πρβλ. ἐ δάην, αόρ. β τού *δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α δαής, ορθο δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)] …   Dictionary of Greek

  • αγνοητές — Ρεύμα μονοφυσιτών του 4ου αι. Ονομάζονταν και θεμιστιανοί,από κάποιον Θεμίστιο, διάκονο. Υποστήριζαν ότι o Χριστός δεν είναι παντογνώστης και ότι αποκτά, με την πάροδο του χρόνου, νέες γνώσεις. Η διδασκαλία αυτή καταδικάστηκε πολλές φορές από την …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμονας — ο 1. αυτός που κατέχει πολλές επιστήμες. 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, παντογνώστης: Ο καθηγητής της Μέσης Παιδείας δεν είναι πανεπιστήμονας για να υποχρεώνεται στη διδασκαλία ποικίλων μαθημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”